- ἀμοργίτας
- ἀμοργίτας (i.e. ἀμορϝ-, cf ἀμορβίτης) · πλακοῦντας, Hsch. [full] ἄμοργμα· σύλλεγμα, ἄρτυμα, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμόρα — ἀμόρα, η (Α) είδος γλυκίσματος με μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι φθόγγοι β και γ αντιστοίχως τών τ. αμορβίτης, αμοργίτας οδηγούν πιθ. σε αρχικό τ. με F: *αμορFα. ΠΑΡ. αρχ. ἀμορβίτης, ἀμοργίτας, ἀμορίτης (ἄρτος)] … Dictionary of Greek